- ζώπυρον
- -ου τό N 2 0-0-0-0-1=1 4 Mc 8,13spark, hot coal
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ζώπυρον — spark neut nom/voc/acc sg ζώπυρος glowing masc/fem acc sg ζώπυρος glowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζώπυρον — Ζώπυρος glowing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωπύρου — ζώπυρον spark neut gen sg ζώπυρος glowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωπύρῳ — ζώπυρον spark neut dat sg ζώπυρος glowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώπυρα — ζώπυρον spark neut nom/voc/acc pl ζώπυρος glowing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωπύριον — ζωπύριον, τὸ (Α) [ζώπυρον] 1. το φυτό κλινοπόδιον 2. στον πληθ. τὰ ζωπύρια φυσητήρες με τους οποίους φουντώνει, δυναμώνει η φλόγα τής φωτιάς … Dictionary of Greek
ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες … Dictionary of Greek
ζωπύρωι — ζωπύρῳ , ζώπυρον spark neut dat sg ζωπύρῳ , ζώπυρος glowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώπυρ' — ζώπυρα , ζώπυρον spark neut nom/voc/acc pl ζώπυρα , ζώπυρος glowing neut nom/voc/acc pl ζώπυρε , ζώπυρος glowing masc/fem voc sg ζώπυραι , ζωπύρα zopyrontion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)